ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ!: Προπολεμικοί και μεταπολεμικοί κινηματογράφοι του Ηρακλείου

Ηταν ένα απόγευμα του Μάη. Απ’ αυτά τα δροσερά που μας έχει συνηθίσει ο τελευταίος μήνας της Άνοιξης, μ’ ένα απαλό καλοδεχούμενο βοριαδάκι κι ένα ψιλόβροχο κατά διαστήματα.

Φαίνεται πως κάτι μας χρωστούσε ή τουλάχιστο ήθελε να μας αποζημιώσει, μ’ αυτή την ευγενική του προσφορά, βοηθώντας μας να ξεχάσουμε εκείνα τα αρρωστημένα θερμά πρωινά και απογευματινά του Απρίλη, τα συνοδευόμενα με το ξενόφερτο και συχνό για τις επισκέψεις του, ανυπόφορο κοκκινόχωμα της γειτονικής μας Αφρικανικής Ηπείρου.

Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, μ’ ένα μουντό καιρό που σου έκανε όρεξη να περπατάς ασταμάτητα, βρέθηκα σε μια από τις πιο όμορφες γωνιές της πόλης μας. Εκεί που κάθε απόγευμα, στο πάρκο της πλατείας Νικαίας, που η Δημοτική Αρχή έφτιαξε πριν από τέσσερα χρόνια, ακούει κανείς χαρούμενες παιδικές φωνές, βλέποντας μικρά παιδιά να παίζουν ώρες ατέλειωτες.

Προχωρούσα στη Λεωφ. Ανδρέα Παπανδρέου, Ακαδημίας για τους μεγαλύτερους, και το μάτι μου “έπεσε” σε μια επιγραφή: “Προσεχώς, ανέγερση κτιριακού συγκροτήματος ΓΑΛΑΞΙΑΣ”, αριθμός 96. Στάθηκα! Δεν γινόταν άλλωστε διαφορετικά. Κάποια απομεινάρια μιας άλλης εποχής, εκείνης των θερινών Κινηματογράφων, με καθήλωσαν. Είχα μπροστά μου τον Κινηματογράφο ΓΑΛΑΞΙΑ. Και τι δεν θυμήθκα! Εκείνα τα σινεμά, τα θερινά σινεμά της πόλης που μεγάλωσα, του Βόλου, με τις μεγάλες βιγκώνιες, ορτανσίες και τα γιασεμιά, με τον πασατέμπο και στο διάλειμμα κανένα παγωτό ξυλάκι. Προχώρησα, όχι τόσο ελεύθερα όσο θα ήθελα, σκεπτόμενος ότι μετά από λίγο καιρό θα δω στο ίδιο μέρος, μια ακόμα πολυκατοικία με πολυτελή διαμερίσματα. Δεν αντιλέγω, σίγουρα θα είναι καλαίσθητη, όμως ο Γαλαξίας δεν θα υπάρχει και μαζί μ’ αυτόν, δεν θα υπάρχουν εκείνα τα θερινά τα σινεμά, όπως λέει και το τραγούδι. Οι θύμισές μου γίνονται ακόμα πιο έντονες, αναπολώντας εκείνες τις όμορφες εποχές και κάποιοι γεμάτοι νοσταλγία στίχοι του Αττίκ, έρχονται στο νου μου:

“Κι όμως, κι όμως

κάτι μέσα μου έχει μείνει

που ούτε ο χρόνος,

ούτε η λησμονιά το σβήνει”.

Ευτυχώς που υπήρχαν! Παλιότερα οι άνθρωποι σ’ αυτά τα σινεμά, ξεχνούσαν τα καλοκαιρινά βράδια τα βάσανά τους. Πολλές ήταν οι ταινίες που άξιζε κανείς να δει. Είχε όμως να δει ο θεατής και τόσα άλλα, να δει και να μυρίσει τα γιασεμιά που μοσχοβολούσαν γύρω - γύρω στον υπερυψωμένο τοίχο, μαζί και κάποιο αγιόκλημα, παίρνοντας συνήθως μια γκαζόζα για να ξεδιψάσει, πασατέμπο για να περνά απλά και αμέρινα η ώρα του, ρίχοντας τη χάρτινη σαϊτα του για να προειδοποιήσει τους αρμόδιους πως καθυστερούν να προβάλουν το έργο. Πότε τη βλέπαμε καλλημένη συνήθως στην οθόνη και πότε στην οροφή κάποιου χειμερινού κινηματογράφου. Όμως ο κάθε θεατής είχε και την παρέα του, τους “κολλητούς” του όπως θα λέγαμε σήμερα, κάποιο φλερτάκι ίσως, ή γιατί όχι και κάποιο καλοδεχούμενο κουτσομπολιό. Καθηλωμένος πάνω στην αναπαυστική συνήθως πολυθρόνα του, έβλεπε στη μεγάλη οθόνη. Τί άλλο;, από το έργο και από τα “Προσεχώς”. Και τότε που το περιβάλλον ορθοποδούσε, χωρίς τη σημερινή επιβαρυμένη υγεία του με τις τόσες μολύνσεις και τα πολλά φυτοφάρμακα, ακούγονταν τα τζιτζίκια και αργά το βράδυ, οι γρύλοι, σε σημείο που σου χαλούσαν την ησυχία σου και σε αποδιοργάνωναν τόσο που να μην μπορείς να παρακολουθήσεις το τι παίζεται στη σκηνή. Ακόμα πολλές φορές καλωσορίζαμε τις πρώτες σταγόνες βροχής του Σεπτεμβρίου, τις σταλαμίδες όπως τις λέγαμε, οι οποίες ήταν οι προάγγελοι του Φθινοπώρου. “Έτσι έφυγαν, ή φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια” όπως μας λέει και στο τραγούδι του ο Λουκιανός Κλαϊδόνης... Σύμφωνα με κάποιο κείμενο του σεβαστού δασκάλου και αγαπητού φίλου κ. Βαγγέλη Κογκάκη, το Ηράκλειο κυρίως μεταπολεμικά, στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα, είχε αρκετούς κινηματογράφους, καθώς οι Ηρακλειώτες υπήρξαν ένθερμοι φίλοι της μεγάλης οθόνης. Πού ήταν όμως αυτοί οι κινηματογράφοι, πότε λειτούργησαν, τί είδους κινηματογράφοι ήταν, σε ποιούς ανήκαν, θα τα δούμε παρακάτω όλα αυτά. Με μια προϋπόθεση βέβαια, να μην αδικήσουμε κάποιο ή κάποιους αφενός, και αφετέρου, να έχουμε την επιεική κρίση σας στα γραφόμενά μας.

Προπολεμικά στο Ηράκλειο λειτουργούν τέσσερις χειμερινές αίθουσες προβολών. Ο “Απόλλων”, γνωστός σε όλους. Πρόκειται για μια αίθουσα που την είχε αγοράσει ο μουσικός σύλλογος “Απόλλων” από το γνωστό επιχειρηματία Πουλακάκη. Ένας άλλος επιχειρηματίας, ο Παναγιώτης Κοκκέβης στον οποίο έχουμε αναφερθεί πρόσφατα στην ηλεκδροδότηση της πόλης μας, ήθελε ν’ ανοίξει κινηματογράφο. Πρόεδρος του μουσικού συλλόγου ήταν ο γιατρός Νικόλαος Βογιατζάκης, αδελφός του δημάρχου Ηρακλείου Ιωάννη Βογιατζάκη. Σύζυγος του γιατρού ήταν η Αγλαϊα, η οποία έπεισε τον σύζυγό της προκειμένου η αίθουσα να δοθεί στον Κοκκέβη. Εξαιτίας της παραχώρησης αυτής ο προαναφερόμενος επιχειρηματίας από το 1924 μέχρι το 1926 ονόμασε τον κινηματογράφο “Αγλαϊα”. Στη συνέχεια ονομάσθηκε “Απόλλων”. Τον αγοράζει στη συνέχεια ο Κώστας Λιναρδάκης και αφού κάηκε τον ξανακτίζει στο διάστημα 1936 μέχρι 1956. Καινούργιος πια ο “Απόλλων” γίνεται ένας από τους πιο σύγχρονους και ωραίους κινηματογράφους. Έκλεισε οριστικά το 1991. Χριστούγεννα του 1931 και η αίθουσα Πουλακάκη, πρώτη εξοπλίζεται με ηχητικές ταινίες. Στα 1933 αγοράζεται από τρία άτομα, μεταξύ τους και ο γνωστός επιχειρηματίας Τσιλένης. Μεταπολεμικά στα 1944 μετονομάζεται σε “Ηλέκτρα”. Χαρακτηριστική η λινάτσα που είχε στην οροφή του, η οποία γίνονταν αποδέκτης των σαϊτών κατά τα διαλείμματα. Ενώ ο “Απόλλων” βρίσκονταν στη Λεωφ. Δικαιοσύνης, η “Ηλέκτρα” ήταν στις Τρεις Καμάρες. 

Στη σημερινή Βασιλική του Αγίου Μάρκου ήταν ο κινηματογράφος “Μινώα”. Όταν λοιπόν ο Λιναρδάκης κατασκεύαζε τον “Απόλλωνα” όλα αυτά τα χρόνια μέχρι το 1956, λειτουργούσε το “Μινωά”. Είχε ειδικό χώρο στα θεωρεία για τα υψηλά πρόσωπα της πόλης μας. Στη Γαλαρία βέβαια, δηλαδή στα μπροστινά καθίσματα, η τιμή του εισιτηρίου ήταν πιο χαμηλή απ’ ό,τι στα άλλα σημεία του κινηματογράφου. Επίσης στην οδό 1821 εκεί που σήμερα είναι τα ηλεκτρικά είδη του Βασιλειάδη, στον Καθολικό Ναό του Αγίου Ιωάννη, από το 1933 μέχρι το 1937 λειτούργησε ο κινηματογράφος “Παλλάς”. “Πήγα μικρός κάποτε να παρακολουθήσω ένα έργο μαζί με τον πατέρα μου. Καλά ήταν, αλλά είχε μερικούς κοριούς και με ενοχλούσαν” είναι τα λόγια κάποιου φίλου μου, στον οποίο έμεινε “αξέχαστη” εκείνη η προβολή!

Μεταπολεμικά έχουμε κι άλλους χειμερινούς κινηματογράφους, όπως αυτόν που υπήρχε στην πλατεία Ελευθερίας στο μέγαρο “Ντορέ” που μέχρι και την δεκαετία του εξήντα λειτουργούσε στο ισόγειο, πριν βέβαια κτιστεί. Επίσης ο κινηματογράφος “Αστόρια” του οποίου ιδιοκτήτης ήταν ο γιατρός Ευάγγελος Χατζάκης που υπήρξε ένας από τους πιο πολυτελείς για την εποχή του, αλλά και σήμερα φυσικά που συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του.

Κυριακή 12 του Οκτώβρη στα 1958. Με το δικό του τρόπο ο “Ανταίος” ο γνωστός μας λογοτέχνης Κωστής Φραγκούλης, μας περιγράφει τα εγκαίνια του “Αστόρια”. Μας φέρνει στο νου μας τον ιδιοκτήτη του, τον χειρούργο γιατρό Ευάγγελο Χατζάκη, την συγκίνησή του που τον διακατείχε εκείνη τη μέρα. Χαρακτήρισε το “Αστόρια” σαν μια καλοδουλεμένη πολύτιμη πέτρα που θα στόλιζε το περιδέραιο του Ηρακλείου. Μας “μεταφέρει” σ’ εκείνο το χώρο που κατά ένα επαναστατικό τρόπο συνδύαζε το φωτισμό, την ακουστική, την οθόνη, την προοπτική και τη διευθέτηση του χώρου, προσδοκώντας την άνεση στον θεατή. Ένα πραγματικό μνημείο πολιτισμού στον τομέα της ψυχαγωγίας. Δίκαια, κατά τον αείμνηστο Κωστή Φραγκούλη, ο γιατρός Χατζηδάκης θα μπορούσε εκείνη την στιγμή να επαναλάβει σε παραλλαγή προς τους Αθηναίους συναδέλφους του, αυτούς που ασχολούνταν με κινηματογραφικές επιχειρήσεις: “Νενίκηκά σας Αθηναίοι”.

Ακόμα, ο “Κρόνος” βρίσκονταν στον Πόρο και ήταν ιδιοκτησίας του σαπωνοποιού Λιαπάκη. Ο κινηματογράφος “Ρίβολι” που στη συνέχεια ονομάσθηκε “Ολύμπια”, λειτουργούσε σε μια πάροδο της Λ. 62 Μαρτύρων, απέναντι από τα ανταλλακτικά του Τσιγώνη. Χαρακτηριστικό ήταν το ότι η οροφή του ανοιγόκλεινε. Τέλος, ο κινηματογράφος “Ορφέας” ως μεταπολεμικός χειμερινός, με την οροφή του να ανοίγει την καλοκαιρινή περίοδο. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Βαρδιάμπασης. Στον “Ορφέα” προβάλλονταν έργα, κυρίως, “υπέρμετρου” συναισθηματικού περιεχομένου. Κάποτε ένας αόματος θεατής ζητούσε εναγωνίως κάποια θέση προκειμένου να πρακολουθήσει μια τολμηρή τέτοια ταινία. Οι θαμμώνες του είπαν: “αφού δεν βλέπεις”, τί θέλεις τη θέση; για να πάρουν την απάντηση: “μπορεί να μη βλέπω, αλλά ακούω καλά”.

Πολλοί βέβαια ήταν οι θερινοί κινηματογράφοι στην πόλη του Ηρακλείου. Η δημιουργία ενός τέτοιου σινεμά ήταν εύκολο πράγμα, αρκεί να υπήρχε το οικόπεδο, τα καθίσματα και φυσικά ο αυλότοιχος με το πολύ πράσινο, τα λουλούδια και όπως προαναφέραμε τα μυρωδάτα από το αγιόκλημα και γιασεμί, τις βουκαμβύλιες και τόσα άλλα. Πολλές φορές δεν χρειάζονταν τόσα έξοδα. Τα μοιράζονταν, έσοδα και έξοδα, τόσο ο οικοπεδούχος, όσο και ο επιχειρηματίας του σινεμά. Θέλω, προπολεμικά να αναφερθώ στους θερινούς κιν/γράφους. Ο “Απόλλων” που ανοίγει το 1933 και αρχίζει να λειτουργεί. Η “Ηλέκτρα” που είχε είσοδο από την οδό Αβέρωφ. Μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη της Τσιλένη το 1977, η “Ηλέκτρα” έκλεισε στα 1980. Ένα χρόνο αργότερα, κατεδαφίστηκε. Το “Μινώα” λειτουργούσε ως θερινός, πίσω από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Το “Αλκαζάρ” λειτούργησε από το 1928 μέχρι 1937 από τον μεγαλοεπιχειρηματία αυτού του είδους Λιναρδάκη. Βρίσκονταν απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο “Βόσπορος” λειτούργησε στην ίδια περιοχή από το 1929 μέχρι 1935. Στην πλατεία Δασκαλογιάννη λειτούργησε από το 1929 μέχρι το 1933 ο κιν/φος “Αλάμπρα”. Στο Καμαράκι, γύρω στα 1934-1935 έχουμε το θερινό κιν/φο “Σπλέντιτ”. Στα 1929 αρχίζει να λειτουργεί το “Πάνθεον” ως θερινός κιν/φος. Αργότερα μετονομάσθηκε “Κάντια”. Επαναλειτούργησε τη δεκαετία του εβδομήντα, απέναντι από το άγαλμα του Ελευθ. Βενιζέλου.

Μεταπολεμικά βέβαια το Ηράκλειο είχε πάρα πολλούς θερινούς κιν/φους. Στην οδό Αθηνάς ήταν η είσοδος του κιν/φου “Σταυρωτή” ιδιοκτησίας του Μανόλη Αγγελιδάκη. Επρόκειτο για έναν από τους πιο σύγχρονους κιν/φους της περιοχής του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου. Από την πίσω πλευρά του περνούσε η οδός Χρυσοστόμου. Στον Πόρο βρίσκονταν ο “Κρόνος”, στολισμένος με πολλά γιασεμιά και άλλα ωραία λουλούδια. Από τους πιο ωραίους κιν/φους. Ένας άλλος μεταπολεμικός κιν/φος ήταν το “Κάστρο” στη Λ. Δημοκρατίας, εκεί που σήμερα είναι το πολυκατάστημα “Hondos Center”. Ιδιοκτήτης του ήταν ο γιατρός Παπαγεωργίου, που αργότερα ήταν και εκδότης της τοπικής εφημερίδας “Δημοκράτης”. Ο συγκεκριμένος κιν/φος την δεκαετία του εξήντα ήταν στις δόξες του, εκεί έπαιξαν μεγάλες μορφές, όπως ο Μυράτ, η Βουγιουκλάκη και άλλοι. Αριστερά του Καπετανάκειου όπως κατεβαίνουμε, ήταν και είναι φυσικά, ο κιν/φος “Παλλάς”, στην Λ. Ικάρου δε και Τρίτωνος γωνία, το σημερινό δρόμο Στέργιου Σπανάκη, υπήχε ο κιν/φος “Λουξ”, που στη συνέχεια μετονομάσθηκε “Κνωσός” του Ευριπίδη Σχιζάκη. Αυτός αρχικά λειτούργησε ως θέατρο και μετά ως κιν/φος. Πάνω από το Καρνάγιο στην Αλικαρνασσό, λειτουργούσε ο “Ηρόδοτος” ιδιοκτησίας των αδελφών Τσαγκαράκη. Ως θερινοί βέβαια κιν/φοι λειτουργούσαν και οι δυο χειμερινοί “Ορφέας” και “Ριβολί” ή “Ολύμπια”, τους οποίους και προανέφερα ως χειμερινούς. Λίγο πιο πέρα, βόρεια της εκκλησίας Αγίας Βαρβάρας λειτουργούσε ο θερινός κιν/φος “Ρεξ”. Στην περιοχή του Μασταμπά και συγκεκριμένα στη Λ. Ακαδημίας, τη σημερινή Α. Παπανδρέου, απέναντι από την ταβέρνα “Αμυγδαλιές” που λειτουργούσε παλιότερα, υπήρχε μέχρι και τα τελευταία χρόνια ο κιν/φος “Γαλαξίας” ιδιοκτησίας του Γιώργου Κιοσκλή. Ο Γιώργος Κιοσκλής διετέλεσε και μηχανικός στον κιν/φο, επίσης αντιπρόσωπος ταινιών και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως περιπλανόμενος κινηματογραφιστής σ’ όλο το Νομό Ηρακλείου, αλλά και σε άλλα μέρη του νησιού μας. 

Οι παλιότεροι τον θυμούνται καλά. Στην περιοχή της Παναγίτσας λειτουργούσε ο θερινός κιν/φος “Ρομάντικα” με ιδιοκτήτη τον Εμμανουήλ Σαββάκη. Πιο συγκεκριμένα στην διασταύρωση των οδών Πατρ. Φωτίου και Ιερολοχιτών. Επίσης στην διασταύρωση των οδών Θερίσου και Α. Παπανδρέου εκεί που σήμερα είναι το Σούπερ Μάρκετ του Χαλκιαδάκη, απέναντι από το 28ο Δημ. Σχολείο, ήταν ο θερινός κιν/φος του Δόξα, η “Αίγλη”. Σήμερα εκεί, υπάρχει μάνδρα με αυτοκίνητα. Τέλος, δεν θα μπορούσα να παραλείψω το θερινό κιν/φο “Όαση” ο οποίος άφησε εποχή. Δυο από τους ιδιοκτήτες του ήταν ο Κωνσταντινίδης και ο Χελιδόνης. Συχνά έρχονταν θίασοι και η “Όαση” γίνονταν αποδέκτης σπουδαίων θεατρικών ομάδων. Βέβαια όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί τις ελεύθερες ώρες τους, πολλές φορές κυκλοφορούσαν στην πόλη του Ηρακλείου. Τότε, την δεκαετία του εξήντα μια ωραία ηθοποιός Ρόζα, το μικρό της όνομα, αλλά με μια υπερβολικά μεγάλη μύτη, ενώ κυκλοφορούσε στην αγορά του Ηρακλείου, δέχτηκε την αυτοσχέδια πειραχτική μαντινάδα του Γκιαουρογιάννη. Ο Γκιαουρογιάννης ήταν ένας μανάβης και πολλές φορές τον προκαλούσαν οι συνάδελφοί του αλλά και οι άνθρωποι της αγοράς που τον ήξεραν, να λέει διάφορα. Βλέποντας λοιπόν τη Ρόζα και δεχόμενος και κάποια πίεση από τους υπολοίπους, είπε στο παρακάτω δίστιχο:

“Καλή που είναι η Ρόζα μας

δε θέλει παρασόλι

ο ασκιανός της μύτης της

τηνέ σκεπάζει όλη”.

Μετά το μεσημέρι 2.00-4.00 γίνονταν προβολή παιδικών έργων στους χειμερινούς κιν/φους. Έργα που προβάλλονταν ήταν: “Χονδρός - Λιγνός, Κλέφτες - αστυνόμοι”, Τρωικός Πόλεμος, Ινδιάνοι και καουμπόιδες” και άλλα, Μέχρι την δεκαετία του τριάντα ήταν βουβός ο κιν/γράφος. Μετά έγινε ηχητικός. Πολλές φορές που έρχονταν θίασοι, για όσες μέρες γίνονταν θεατρικές παραστάσεις υπήρχαν θέσεις κλεισμένες για την άρχουσα και πλούσια τάξη της πόλης μας. Σχετικά με την υποστήριξη των διαφόρων προβολών υπήρχαν οι μηχανικοί κιν/φου. Αυτοί ήταν: Ο Γιώργος Κιοσκλής, ο Ηλίας Λάβδας, ο Μανόλης Γαβαλάς και στον Απόλλωνα δυο σημερινοί γνωστοί επιχειρηματίες στο χώρο της Τέχνης, οι κύριοι Μανόλης Χατζάκης και Λευτέρης Πιταροκοίλης. Ακόμα πάντοτε στην είσοδο υπήρχε εφοριακός υπάλληλος για τον έλεγχο των εισιτηρίων, ο οποίος στα μέσα της τελευταίας προβολής σφράγιζε τα κομμένα εισιτήρια και αποχωρούσε.

Αυτοί ήταν οι κινηματογράφοι της πόλης, θερινοί και χειμερινοί. Μια όαση χαράς, διασκέδασης και ψυχαγωγίας σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια, πριν, αλλά και μετά τον πόλεμο. Τότε που ο κόσμος ήθελε και έπρεπε να χαμογελάσει, επιλέγοντας τον πιο οικονομικό, ίσως, τρόπο, για την διασκέδασή του. 

Κι εκείνες συνήθως τις Κυριακές το απόγευμα, ο συνωστισμός ήταν πρωτοφανής. Ένα πραγματικό αντάμωμα για τους Καστρινούς. Όσο για τους θερινούς, αυτά τα θερινά σινεμά του λαϊκού μας τραγουδιού, ολοένα και λιγοστεύουν, εξαφανίζονται, χάνονται. Κουβαλώντας μαζί τους πάντα κάποιες αλλοτινές μνήμες, κάποιες παραστάσεις εκείνης της νιότης, κάποιες “ζωντανές” ακόμα εικόνες, με το ευωδιαστό άρωμα από αγιόκλημα και το γιασεμί, από κάποιο βασιλικό που ακόμα τις συνοδεύει... Έτσι που να μη μπορεί ούτε ο χρόνος, ούτε και η λησμονιά να το σβήσει!

Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον κ. Κώστα Χατζάκη καθώς και τον κ. Νίκο Τσαγκαράκη, για την πολύτιμη βοήθειά τους, καθώς και για το φωτογραφικό υλικό που μου εμπιστεύθηκαν.