Ο κινηματογράφος είναι σήμερα μια παραμελημένη τέχνη στην πόλη μας. Αν και το Ηράκλειο είναι η μεγαλύτερη πόλη του νησιού, παραμένει χωρίς δημοτική κινηματογραφική αίθουσα, ενώ η κινηματογραφική λέσχη που λειτουργούσε παλιότερα έχει αναστείλει κάθε δραστηριότητά της.

Του Νίκου Τσαγκαράκη* 

Το σινεμά είναι ίσως η μόνη τέχνη που δεν ενισχύεται από το Δήμο Ηρακλείου, ειδικά κατά τη διάρκεια του ετήσιου καλοκαιρινού φεστιβάλ, όταν η πόλη υποδέχεται πλήθος αξιόλογων καλλιτεχνών. Η διαμορφωμένη κατάσταση δε μοιάζει καθόλου με την κινηματογραφική δραστηριότητα που συναντούσε κανείς εδώ σε παλιότερες εποχές. 

Το Ηράκλειο χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετικά δραστήρια κινηματογραφική ζωή κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η οποία φυσικά οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες που πλέον έχουν εκλείψει και γι’ αυτό δε θα ήταν δόκιμη η σύγκριση με το παρελθόν. Όπως σχεδόν ολόκληρη η χώρα, το Ηράκλειο έζησε ενεργά την άνθηση του κινηματογράφου ως κυρίαρχο μαζικό μέσο διασκέδασης και λάτρεψε τα είδωλά του, εγχώρια ή ξένα. Η απήχηση που συνάντησε το σινεμά, ιδιαίτερα την εικοσαετία 1950-1970, οδήγησε στην ανάπτυξη πολλών επαγγελμάτων κι ενασχολήσεων γύρω απ’ αυτό, απασχολώντας ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών κι επαγγελματικών εξειδικεύσεων, τις περισσότερες φορές άσχετων με το μέσο. Εκείνοι που είχαν ήδη δημιουργήσει δικές τους επιχειρήσεις ή εξασκούσαν ιδιαιτέρως προσοδοφόρα και ευηπόληπτα επαγγέλματα, έμπαιναν στον κινηματογραφικό χώρο με τον πιο θεαματικό τρόπο μετά την παραγωγή μιας ταινίας: τη δημιουργία μιας αίθουσας. Αυτό βέβαια ίσχυε τα πρώτα χρόνια της ακμής, όταν επρόκειτο για κλειστές, πολυτελείς αίθουσες, αφού κατά το τέλος της περιόδου ήταν εύκολο για τον καθένα να μετατρέψει το οικόπεδό του σε θερινό σινεμά. Έτσι, παρότι είναι δύσκολο να το φανταστεί κάποιος που δεν το έχει ζήσει, το Ηράκλειο το 1970 διέθετε δεκαοκτώ κινηματογράφους, χειμερινούς και θερινούς. 

Όμως αυτή την εποχή οι περισσότεροι σημερινοί μεσήλικες την έχουν ζήσει και το πιθανότερο είναι ότι θα τη θυμούνται ακόμη, καθώς αποτέλεσε ακέραιο κομμάτι των νεανικών τους χρόνων. Εδώ θ’ ασχοληθούμε με μια πιο μακρινή περίοδο και γι’ αυτό λιγότερο γνωστή. Θ’ ανατρέξουμε πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να δούμε ποιοι κινηματογράφοι λειτουργούσαν στην πόλη του Ηρακλείου τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, πού βρίσκονταν και ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες τους. 

Η πρώτη προβολή

Φαίνεται ότι ο κινηματογράφος καθυστέρησε να έρθει στο Ηράκλειο, αν και για άγνωστες μέχρι στιγμής αιτίες. Η πρώτη κινηματογραφική προβολή στην ιστορία της πόλης πραγματοποιήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1909, δεκατέσσερα χρόνια μετά την προβολή των Λυμιέρ και δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη ελληνική προβολή, στην Αθήνα. 

Επρόκειτο για μια μηχανή προβολής η οποία είχε εγκατασταθεί σε εξωτερικό χώρο της πλατείας Δασκαλογιάννη. Χειριστής της ήταν ο Ριχάρδος Κούρμης. Οι προβολές συνεχίστηκαν την επόμενη χρονιά στο ίδιο μέρος, και το Σεπτέμβριο του 1910 το μηχάνημα μεταφέρθηκε στο θέατρο «Καλλιθέα»- το γνωστό «Απόλλωνα» στη λεωφόρο Δικαιοσύνης. 

Υπαίθριες προβολές

Στη διάρκεια των πρώτων χρόνων λειτουργίας του κινηματογράφου, υπήρχαν επιχειρηματίες που διέθεταν τα χρήματα για ν’ αγοράσουν μια μηχανή προβολής, αλλά όχι αρκετά για να δημιουργήσουν ένα μόνιμο, ιδιόκτητο χώρο στον οποίο να στεγάσουν το προσφερόμενο θέαμα. Έτσι, επιδείκνυαν τις ταινίες που διέθεταν, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους τους οποίους ενοικίαζαν. Απ’ αυτούς τους πρώτους κινηματογραφιστές, έχουν εντοπιστεί οι ακόλουθοι.

Το Μάρτιο του 1911 ξεκίνησε τη λειτουργία της η μηχανή προβολής του Τιμολέοντα Ανδρεόπουλου, την οποία είχε φέρει από την Αθήνα και είχε εγκαταστήσει κοντά στο θέατρο «Καλλιθέα», στη λεωφόρο Δικαιοσύνης. 

Ένας άλλος πλανόδιος επιχειρηματίας ήταν ένας κινηματογραφιστής, πιθανότατα ιταλικής καταγωγής, με το επώνυμο Νοταρμπάρτολο. Πρωτοεμφανίστηκε στην πόλη το 1912, στήνοντας τη μηχανή του στην περιοχή της πλατείας Ελευθερίας, αργότερα κοντά στο θέατρο «Καλλιθέα» και τελικά στον εγκατελειμένο χώρο του θερινού κινηματοθεάτρου «Κρήτη», στο Μπεντενάκι, ενώ δεν αποκλείεται να ενοικίασε για ένα χρονικό διάστημα το θερινό «Πολυθέαμα» του Πουλακάκη. Προέβαλλε κυρίως ταινίες της γαλλικής εταιρείας «Πατέ» και δεν περιορίστηκε στο εσωτερικό της πόλης αλλά περιόδευε σε επαρχιακές περιοχές, όπως η Νεάπολη. 

Υπάρχουν πληροφορίες για έναν ακόμα κινηματογραφιστή, του οποίου όμως δε γνωρίζουμε μέχρι στιγμής τα ακριβή στοιχεία. Το μόνο που ξέρουμε είναι η επωνυμία «Κινηματογράφος Τριών Καμαρών», την οποία χρησιμοποιούσε για να διαφημίσει τις προβολές του σε καταχωρίσεις που βρίσκουμε στον τύπο της περιόδου 1926-’28. 

Η σημερινή πλατεία Ελευθερίας ήταν το επίκεντρο της κινηματογραφικής δραστηριότητας εκείνη την εποχή, αλλά τα διαθέσιμα στοιχεία δε συγκλίνουν στο να ταυτιστεί ο συγκεκριμένος κινηματογράφος με κάποια από τις γνωστές αίθουσες που λειτουργούσαν εκεί. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι επρόκειτο για ξεχωριστή, υπαίθρια επιχείρηση, πιθανόν πλανόδια. 

Τα καφενεία

Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, το καφενείο είχε εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, ένα από τα οποία ήταν η παρουσίαση δημοσίων θεαμάτων, όπως παραστάσεις θεάτρου σκιών, ταχυδακτυλουργούς και, εν προκειμένω, κινηματογραφικές προβολές. 

Υπάρχουν καταγεγραμμένα τέσσερα καφενεία που προέβαλλαν ταινίες τα καλοκαίρια στην πλατεία Ελευθερίας. Δύο απ’ αυτά είναι αυτόνομες επιχειρήσεις, ενώ τα άλλα δύο έχουν άμεση ιδιοκτησιακή σχέση με χώρους που ήδη λειτουργούσαν ή επρόκειτο να λειτουργήσουν ως κινηματογραφικές αίθουσες. 

Αναφορικά με τα πρώτα, το ένα ονομαζόταν «Ποσειδών» και άρχισε τις προβολές του το καλοκαίρι του 1928. Στην αρχή της σεζόν ξεκίνησε μόνο του, αλλά κατέληξε να συνεργάζεται με την επιχείρηση του Πουλακάκη που βρισκόταν δίπλα του. 

Το άλλο ήταν το καφενείο του Μανόλη Μηναδάκη, του επονομαζόμενου «Μπολσεβίκου», αργότερα ιδιοκτησία Παπακαλιάτη, όπου σήμερα στεγάζεται η Τράπεζα Κύπρου, στη γωνία της πλατείας και της οδού Αβέρωφ. Εκεί διεξάχθηκαν προβολές τα καλοκαίρια του 1927 και 1928. 

Από τα δεύτερα, το ένα ήταν το καφενείο του κινηματοθεάτρου «Πουλακάκη», που είχε χτιστεί το 1923 και για το οποίο θα μιλήσουμε λεπτομερέστερα παρακάτω. Στην πρόσοψη του θεάτρου υπήρχε ένα καφενείο, το οποίο επίσης πραγματοποιούσε προβολές τα καλοκαίρια 1926-1928. 

Το τελευταίο καφενείο, ήταν το περιβόητο «Ντορέ», αρχικά ιδιοκτησίας Πετράκη κι αργότερα Μανόλη Αγγελιδάκη. Είχε ξεκινήσει να λειτουργεί ως καφενείο, εξελίχθηκε σε κέντρο διασκέδασης και τελικά σε κινηματογράφο στη δεκαετία του ’50. Στα τέλη του 1920, ως καφενείο, προέβαλλε ταινίες στον εξωτερικό του χώρο. 

Οι χειμερινοί 

Τα πρώτα χρόνια μετά την έλευση του κινηματογράφου στην πόλη, η δημιουργία καινούριων κτιρίων, με αποκλειστική προοπτική τη χρήση τους ως κινηματογραφικές αίθουσες δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη. Νομίζουμε ότι αυτό είναι εύλογο, καθώς τέτοια εγχειρήματα ήταν πολύ δαπανηρά, ενώ η νέα εφεύρεση δεν είχε ακόμη αποδείξει τη σταθερή εμπορικότητά της. Στην περίοδο πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πόλη λειτουργούσαν μόνο τέσσερις κλειστές αίθουσες προβολών, η καθεμία με διαφορετική ιστορία πίσω της. 

Απόλλων

Το 1899 εγκαινιάστηκε ένα κλειστό, πολυτελές θέατρο που ονομαζόταν «Καλλιθέα» και είχε ιδιοκτήτη τον Σαμή Μπέη. Ήταν ο ‘πρόγονος’ του σημερινού «Απόλλωνα», καθώς βρισκόταν στην ίδια θέση, στη λεωφόρο Δικαιοσύνης, και για κάποιο διάστημα διατηρούσε την ίδια ονομασία. Χαρακτηρίζεται από τις πολλές αλλαγές στην ιδιοκτησία και την ονομασία του, η οποία άλλαξε πέντε φορές στη διάρκεια της λειτουργίας του.

Το θέατρο είχε χωρητικότητα περίπου 500 ατόμων και αρχικά φωτιζόταν με λάμπες πετρελαίου, αλλά λίγα χρόνια αργότερα εξοπλίστηκε με ηλεκτρισμό. Αρχικά, όπως είδαμε παραπάνω, ο Κούρμης μετέφερε εκεί τη μηχανή του, την οποία λειτούργησε περίπου για ένα χρόνο. Το Γενάρη του 1911 ο Σπύρος Δενδράκης έγινε ο επόμενος χειριστής που εγκατέστησε τη μηχανή του στο θέατρο, πραγματοποιώντας προβολές όταν δεν έπαιζε κάποιος θίασος. Το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, ο Αλέξανδρος Πουλακάκης μετέφερε τις δραστηριότητές του στο «Καλλιθέα». Ο Πουλακάκης ήταν ιδιοκτήτης του θερινού «Πολυθέαμα» στην πλατεία Ελευθερίας και το «Καλλιθέα» ήταν ο καταλληλότερος χώρος για ν’ αποτελέσει το χειμερινό ‘παρακλάδι’ της επιχείρησής του. Το πιθανότερο είναι ότι ο Πουλακάκης αγόρασε το «Καλλιθέα» από τον Σαμή Μπέη, εξήγηση στην οποία οδηγεί και το γεγονός ότι από το 1911 κι έπειτα το θέατρο αναφέρεται ως «Πολυθέαμα». Για ένα διάστημα του 1912, το θέατρο πήρε την ονομασία «Κρήτη», από το ομώνυμο -εγκατελειμμένο τότε- θερινό θέατρο του επιχειρηματία Κουρή, ο οποίος εκείνη την περίοδο εργαζόταν ως διευθυντής του «Καλλιθέα». 

Ο Πουλακάκης παρέμεινε στο «Καλλιθέα» μεχρι το 1919, οπότε το κτίριο πέρασε στα χέρια του μουσικού συλλόγου «Απόλλων». Όσο βρισκόταν στην ιδιοκτησία του, το θέατρο αδράνησε και κάποια στιγμή ο σύλλογος απευθύνθηκε στον Πάνο Κοκκέβη, γεωπόνο-επιχειρηματία, για να εγκαταστήσει και να χειριστεί μια μηχανή προβολής. Το θέατρο ονομάστηκε «Αγλαΐα», ενώ το 1926 ήρθε η τελευταία μετονομασία του κτιρίου σε «Απόλλων», η οποία επικράτησε έκτοτε. 

Ο Κώστας Λιναρδάκης ήταν ο επόμενος και μακροβιότερος ιδιοκτήτης του «Απόλλωνα». Ο Λιναρδάκης ήταν ένας από τους πιο δραστήριους κινηματογραφικούς επιχειρηματίες, με αρκετές αίθουσες στην ιδιοκτησία του. 

Το Δεκέμβριο του 1931 ο «Απόλλων» εγκατέστησε ηχητικό εξοπλισμό, χρησιμοποιώντας τα δύο πιο σύγχρονα συστήματα της εποχής, Vitaphone και Movietone. Το 1933 έκανε την έναρξή της η θερινή οθόνη του κινηματογράφου σε εξωτερικό χώρο της αίθουσας. 

Το Νοέμβριο του 1936 ο «Απόλλων» διέκοψε τη λειτουργία του για άγνωστους λόγους. Οι ενδείξεις που υπάρχουν, οδηγούν στην υπόθεση ότι το κτίριο καταστράφηκε κι ότι ο Λιναρδάκης έπρεπε να το ανακατασκευάσει εξ ολοκλήρου, αν και δε μπορούμε να ξέρουμε αν αυτό σήμαινε ακόμη και αναδόμηση. Πάντως, ο θερινός «Απόλλων» συνέχισε να λειτουργεί κανονικά, ενώ ο χειμερινός παρέμεινε κλειστός ια 20 χρόνια κι εν τω μεταξύ ο Λιναρδάκης χρησιμοποίησε ένα από τα διασημότερα μνημεία της πόλης για να στεγάσει την επιχείρησή του. Έτσι, η βασιλική του Αγίου Μάρκου μετατράπηκε στο περιβόητο «Μινώα», μια από τις ιστορικές αίθουσες της πόλης. Το 1956, ο «Απόλλων», ανακαινισμένος πια, επαναλειτούργησε υπογείως, με την ταράτσα να χρησιμεύει ως θερινός, ο οποίος όμως το 1963 έδωσε τη θέση του σε μια δεύτερη κλειστή αίθουσα, τον «Νέο Απόλλωνα». Στη δεκαετία του ’70 το κτίριο αγοράστηκε από το Ταμείο Συντάξεων Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και έκλεισε οριστικά το 1991. Το μέλλον του είναι ακόμη υπό διαπραγματεύσεις, με επικρατέστερη εκδοχή τη μετασκευή του σε εμπορικό κέντρο. 

Πολυθέαμα/ 

Πουλακάκη/ 

Ηλέκτρα 

Ο Αλέξανδρος Πουλακάκης ήταν επίσης ένας πολύ γνωστός κινηματογραφικός επιχειρηματίας της πόλης. Είχε ήδη το θερινό «Πολυθέαμα» όταν ανέλαβε το «Καλλιθέα», από το οποίο αποχώρησε το 1919, και το 1922 άρχισε να κατασκευάζει ένα κλειστό θέατρο στη θέση του «Πολυθεάματος». Το νέο, πολυτελές θέατρο ολοκληρώθηκε το ’23, έφερε το επώνυμο του ιδιοκτήτη του, κι από το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς άρχισε να προβάλλει ταινίες χωρίς ποτέ να σταματήσει τη θεατρική δραστηριότητά του. 

Τα Χριστούγεννα του 1931, το «Πουλακάκη» έγινε η πρώτη αίθουσα στην πόλη με εξοπλισμό ηχητικών ταινιών. Το 1933 άλλαξε ιδιοκτησία, περνώντας σε μια τριανδρία επιχειρηματιών, τους Λεωνίδα Χατζηδάκη, Γιάννη Τσιλένη και Κώστα Ρασιδάκη. Η αίθουσα δε μετονομάστηκε αμέσως, καθώς ακόμη και κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν γνωστή με το αρχικό της όνομα, το οποίο τελικά άλλαξε το Δεκέμβρη του 1944 σε «Ηλέκτρα» και παρέμεινε μ’ αυτό μέχρι το τέλος της λειτουργίας της. Παράλληλα, λειτουργούσε και θερινή, ομώνυμη οθόνη, η είσοδος της οποίας βρισκόταν στη σημερινή οδό Αβέρωφ. 

Σταδιακά, ο Τσιλένης απέκτησε πλήρη κυριότητα της επιχείρησης, ενώ κατά καιρούς είχε υπενοικιάσει και άλλες αίθουσες. Εκείνος πέθανε το 1977, το σινεμά έκλεισε οριστικά το 1980 και το 1981 κατεδαφίστηκε για να δώσει τη θέση του στο κτίριο που σήμερα φέρει το όνομα του κινηματογράφου και του ιδιοκτήτη του. 

Αγλαΐα/ Μινώα

Δεν είναι άλλη από τη βασιλική του Αγίου Μάρκου, η οποία είναι ένα από τα παλιότερα και πιο ταλαιπωρημένα κτίρια της πόλης. Πρόκειται για ενετικό ναό, αφιερωμένο στον προστάτη της Βενετίας. Επί τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τέμενος που ανήκε στον αρχηγό των οικονομικών Δεφτερδάρ Αχμέτ Πασά, γι’ αυτό κι ήταν γνωστό ως Δεφτερδάρ τζαμί, ονομασία με την οποία συναντάται στις εφημερίδες των αρχών του αιώνα (ως ‘Τεφτερντάρ’ τζαμί). 

Λειτούργησε ως κινηματογράφος για πρώτη φορά το 1926, με την ονομασία «Αγλαΐα». Το όνομα παραπέμπει στην ιστορία του «Απόλλωνα», ο οποίος το ’26 άλλαξε την ονομασία του από «Αγλαΐα» σε «Απόλλων». Η μεταφορά του ονόματος «Αγλαΐα» στη βασιλική, οδηγεί σε διάφορες υποθέσεις σχετικά με το ποιος διαχειριζόταν το χώρο, καθώς υπάρχουν στοιχεία για να υποστηρίξουν τόσο τον Κοκκέβη όσο και τον Λιναρδάκη. Πάντως, ως «Αγλαΐα» λειτούργησε για τελευταία φορά το 1929. Το 1936, ο Λιναρδάκης εγκαινίασε την αίθουσα με καινούριο όνομα κι αφου πρώτα την είχε ανασκευάσει με κινηματογραφικές προδιαγραφές. Το «Μινώα» άνοιξε το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς και αντιμετωπίστηκε πολύ θετικά από τον τύπο και τον κόσμο, καθώς η δημιουργία του είχε ως αποτέλεσμα την ανακαίνιση του κτιρίου και τον εξωραϊσμό του συγκεκριμένου σημείου της πόλης, βελτιώνοντας την εικόνα της. Σύμφωνα με περιγραφή σε εφημερίδα της εποχής, η αίθουσα ήταν εξοπλισμένη με συστήματα εξαερισμού και θέρμανσης, πλούσιο φωτισμό και μάλιστα διέθετε θεωρεία αποκλειστικά για το Νομάρχη και το Δήμαρχο. Στην πίσω πλευρά του κτιρίου λειτουργούσε επίσης θερινός κινηματογράφος με την ίδια ονομασία. Το «Μινώα» θα μπορούσε να πει κανείς ότι λειτουργούσε ως ‘αναπληρωματική’ αίθουσα του «Απόλλωνα». Έτσι, όταν αυτός επαναλειτούργησε το 1956, ο Λιναρδάκης αποφάσισε να κλείσει το «Μινώα», καθώς διέθετε πλέον ένα μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο χώρο. 

Παλλάς

Αυτός ήταν ένας χειμερινός κινηματογράφος που βρισκόταν στην περιοχή του Χεϊτάν (ή Σεϊτάν) Ογλού και στεγαζόταν στο τέμενος του Μαχμούτ Αγά, όπως είχε μετατραπεί σε τζαμί και μετονομαστεί ο ενετικός Καθολικός ναός του Αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος βρισκόταν στο τέρμα της οδού 1821. Λειτούργησε από το 1933 μέχρι το 1937 και διέθετε ηχητικό σύστημα, κατάλληλο για την προβολή ομιλουσών ταινιών. 

Οι θερινοί 

Η ίδρυση και η λειτουργία ενός θερινού κινηματογράφου απ’ ό,τι φαίνεται δεν ήταν τόσο δύσκολη. Ο αριθμός των θερινών που δημιουργηθήκαν στην πόλη κατά τη διάρκεια του αιώνα είναι τριπλάσιος απ’ αυτόν των χειμερινών. Αρκεί κάποιος να διέθετε ένα οικόπεδο που δε χρησιμοποιούσε, να υψώσει έναν αυλότοιχο για να το οριοθετήσει και ν’ αγοράσει καρέκλες, έξοδο που μπορούσε ν’ αποφύγει αν αποφάσιζε να χτίσει εξέδρες. Τα μόνα ουσιαστικά έξοδα αφορούσαν τον εξοπλισμό και την ενοικίαση των ταινιών, που όμως δεν ήταν ιδιαιτέρως μεγάλα για ανθρώπους που ήταν ήδη επιχειρηματίες και μπορούσαν να διαθέσουν χρήματα. Άλλες φορές πάλι, οι ιδιοκτήτες του οικοπέδου παραχωρούσαν το χώρο σ’ έναν έμπειρο κινηματογραφικό επιχειρηματία που αναλάμβανε τις συναλλαγές με τις εταιρείες εκμετάλλευσης, με τον οποίο κατόπιν μοιράζονταν τα κέρδη βάσει συμφωνίας. 

Πολυθέαμα

Τον Ιούλιο του 1911, ο Αλέξανδρος Πουλακάκης άνοιξε την πρώτη του κινηματογραφική επιχείρηση, το θερινό κινηματοθέατρο «Πολυθέαμα», στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το μέγαρο «Ηλέκτρα», στην πλατεία Ελευθερίας. Η χωρητικότητά του ξεπερνούσε τα χίλια άτομα και διέθετε δικό του σύστημα ηλεκτροφωτισμού. Σε εφημερίδα της εποχής μάλιστα, ένας δημοσιογράφος προτείνει στο δημοτικό συμβούλιο να συνάψει συμφωνία με τον Πουλακάκη, ώστε η γεννήτριά του να παράσχει φως για ολόκληρη την πλατεία Τριών Καμαρών.

Όπως είδαμε παραπάνω, ο Πουλακάκης διατήρησε το θερινό «Πολυθέαμα» τα καλοκαίρια, ενώ τους χειμώνες χρησιμοποιούσε το «Καλλιθέα», το οποίο πιθανώς είχε αγοράσει. Το 1922 το «Πολυθέαμα» έκλεισε και στο χώρο του άρχισε να χτίζεται το κλειστό κινηματοθέατρο του Πουλακάκη.

Κρήτη

Ήταν ένα ανοιχτό θέατρο που βρισκόταν στο Μπεντενάκι. Ξεκίνησε με θεατρικές παραστάσεις τον Ιούνιο του 1911 και άρχισε να προβάλλει ταινίες το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, αλλά αντιμετώπισε προβλήματα. Λόγω της εγγύτητάς του στη θάλασσα, ήταν απροστάτευτο από τον αέρα, το κρύο και την αλμύρα, συνθήκες που δυσχέραιναν τις προβολές και γρήγορα έφθειραν το κτίσμα. Ο ιδιοκτήτης του, Κουρής, μετέφερε το «Κρήτη» για λίγο καιρό στο «Καλλιθέα», όπου αργότερα εργάστηκε ως διευθυντής, υπό την ιδιοκτησία πάντα του Πουλακάκη. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί, το «Καλλιθέα» ήταν γνωστό και ως «Κρήτη». 

Αλκαζάρ

Λειτούργησε μεταξύ 1928- ’37, με ιδιοκτήτη τον Λιναρδάκη, ο οποίος το χρησιμοποιούσε ως ομιλούντα θερινό κινηματογράφο, σε αντίθεση με τον θερινό «Απόλλωνα», ο οποίος προέβαλλε βουβές ταινίες ακόμη και μετά την έλευση του ήχου. Βρισκόταν απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο, στο χώρο όπου σήμερα υπάρχει η υπαίθρια έκθεση επιγραφικών πλακών. 

Βόσπορος

Άλλος ένας θερινός κινηματογράφος στην περιοχή του Αρχαιολογικού Μουσείου, στο οικόπεδο μέχρι πρότινος ιδιοκτησία του Ιδρύματος Καλοκαιρινού, χώρος ο οποίος για κάποια χρόνια ήταν γνωστός ως ‘οικόπεδο Σταρίδα’. 

Ξεκίνησε να λειτουργεί ως κινηματογράφος το 1929, έγινε ομιλών το 1934, κι έκλεισε ένα χρόνο αργότερα. Ως ιδιοκτήτες, αναφέρονται οι Τσαμπουράκης και Φραγκούλης. 

Αλάμπρα

Λειτούργησε από το 1929 μέχρι το 1933 στην περιοχή της πλατείας Δασκαλογιάννη. Βρίσκονται δύο αναφορές σχετικά με την ακριβή θέση του. 

Συγκεκριμένα, σε φύλλο της εφημερίδας «Ελευθέρα Σκέψις» του 1929 προσδιορίζεται ως ‘πρώην Ορφανοτροφείον’, ενώ ο Χατζιδάκης, στη σειρά άρθρων του για την ιστορία των θεάτρων του Ηρακλείου στον «Ελεύθερο Τύπο» τη δεκαετία του ’50, αναφέρει το ‘Οίκημα Δημοτικής Φιλαρμονικής’ ως τοποθεσία του. 

Σπλέντιτ

Κινηματοθέατρο για το οποίο δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, εκτός από το ότι βρισκόταν στο Καμαράκι, στη λεωφόρο Καλοκαιρινού, και πιθανότατα λειτούργησε μόνο το καλοκαίρι του 1934.

Πάνθεον/ Κάντια

Βρισκόταν απέναντι από το άγαλμα του Βενιζέλου, στον εξωτερικό χώρο του Ηρώου, ο οποίος κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90 ήταν διαμορφωμένος ως ‘Λούνα-Παρκ’. Ξεκίνησε το 1929, αλλά δεν έχει εξακριβωθεί μέχρι πότε συνέχισε να λειτουργεί. Πάντως, στη δεκαετία του ’50 είχε προ πολλού απαλλοτριωθεί για να διαμορφωθεί ‘δημοτικός κήπος’. 

Το 1968 επαναλειτούργησε μέχρι το 1976, στο χώρο αριστερά του Ηρώου με τη νέα ονομασία «Κάντια» και διευθυντή τον Γιώργο Κιαγιαδάκη. Η συνολική χωρητικότητά του ήταν αρκετά μεγαλύτερη από τα χίλια καθίσματα που διέθετε. 

Υπάρχουν λοιπόν δεκαεννιά καταγεγραμμένοι χώροι προβολής ταινιών που ξεκίνησαν να λειτουργούν πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, από τους οποίους μόνο λίγοι κατάφεραν να επιβιώσουν μεταπολεμικά. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, κανείς από τους χώρους που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν αμιγώς κινηματογραφική αίθουσα. Στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούνταν θέατρα και στη χειρότερη, θρησκευτικά μνημεία που αντί να τεθούν υπό την προστασία των αρχών, παραχωρούνταν σε επιχειρηματίες χωρίς να ελέγχεται η μεταχείριση που υφίσταντο. Ο κινηματογράφος ανέκαμψε θριαμβευτικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, με πολλές νέες αίθουσες που γέμισαν το κέντρο και τα προάστια της πόλης. Όσο για τη σημερινή εποχή, αυτή μόλις άρχισε ν’ αποκτά ενδιαφέρον, καθώς πρωτεύοντα ρόλο θα παίξουν στο μέλλον τα συγκροτήματα ψυχαγωγίας, με πολλαπλές κινηματογραφικές επιλογές. Ο ρόλος τους θα είναι κρίσιμος, όχι μόνο για τη διαμόρφωση νέων μορφών ψυχαγωγίας, αλλά και την επιβίωση των παλιών αιθουσών. Νομίζουμε πως υπάρχει χώρος για όλους. 

*Το κείμενο βασίζεται στη διπλωματική εργασία του Ν. Τσαγκαράκη (Μ.Δ.Ε. Ιστορία Κινηματογράφου), Καταγραφή των κινηματογραφικών αιθουσών στο Ηράκλειο Κρήτης από τα τέλη του 19ου αιώνα ως το 2004, ΠανεπιστήμιοΚρήτης, 2005, επόπτρια Ε.Α. Δελβερούδη.